πλήμη

πλήμη
πλήμη, ,
A flood-tide, Plb.20.5.11, 34.9.5, D.H.1.79, D.S.17.106 (pl.), Str.3.2.5 (pl.), Peripl.M.Rubr.44; cf. πλήσμη.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλήμη — flood tide fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήμη — η, ΝΜΑ βλ. πλήμμη …   Dictionary of Greek

  • πλῆμαι — πλήμη flood tide fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήμης — πλήμη flood tide fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήμμη — και πλήμη, η, ΝΜΑ, και πλήσμη Α η πλημμυρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλήμη < θ. πλη τού πίμ πλη μι* + κατάλ. μη, ο τ. πλήσμη < θ. πλησ (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ πλήσ θην), ενώ ο τ. πλήμμη κατ επίδραση του τ. πλημμυρίς] …   Dictionary of Greek

  • πλήμας — πλήμᾱς , πλήμη flood tide fem acc pl πλήμᾱς , πλήμη flood tide fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Plemochoe — Thebanische Schwarzfirnis „Plemochoe“ aus Thespiai, um 550/525 v. Chr. Als Plemochoe, auch in der Schreibweise Plemochoë (altgriechisch πλημοχόη, von πλήμη für Anschwellen [in Bezug auf Gewässer] und χέω für gießen), ist eine umstrittene… …   Deutsch Wikipedia

  • πλήσμη — ἡ, Α βλ. πλήμη …   Dictionary of Greek

  • πλημαθήναι — Α (κατά τον Ησύχ.) «πλησθῆναι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλη τού πίμ πλη μι* πιθ. κατ επίδραση των πλήμη, πλῆμα] …   Dictionary of Greek

  • πλημμυρίδα — η / πλημμυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και πλήμυρις Α η φάση τής παλίρροιας κατά την οποία η στάθμη τής θάλασσας ανυψώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πλήμη* «πλημμυρίδα» (< πίμπλημι) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πλημυρός κατά το σχήμα ἁλμυρίς …   Dictionary of Greek

  • πλημοχόη — ἡ, Α αγγείο που χρησιμοποιούσαν κατά την τελευταία ημέρα τών Ελευσινίων Μυστηρίων («ἐν ᾗ δύο πλημοχόας πληρώσαντες, τὴν μὲν πρὸς ἀνατολάς, τὴν δὲ πρὸς δύσιν ἀνιστάμενοι, ἀνατρέπουσιν, ἐπιλέγοντες ῥῆσιν μυστικήν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”